- ἐξανδρούμενος
- ἐξανδρόομαιcome to man's yearspres part mp masc nom sgἐξανδρόομαιcome to man's yearspres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξανδρούμαι — ἐξανδροῡμαι, όομαι (Α) 1. γίνομαι άνδρας, φθάνω σε πλήρη ανδρική ηλικία («τέχνην δὲ τίνα ποτ εἶχες ἐξανδρούμενος», Αριστοφ.) 2. μεταβάλλομαι σε άνδρα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξανδρούμενον, ὀρθιάζοντα» … Dictionary of Greek